- ειρηναρχικός
- εἰρηναρχικός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνάρχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰρηναρχικαί — εἰρηναρχικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηναρχικῆς — εἰρηναρχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)